1 γυμνωσις
(ἀποκάλυψις καὴ γ. Plut.)
(ἐξαλλάττειν τῶν ἐναντίων τέν ἑαυτοῦ γύμνωσιν Thuc.)
Древнегреческо-русский словарь > γυμνωσις